εὐχαρίστως
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
Russian (Dvoretsky)
εὐχᾰρίστως:
1 по желанию сердца, счастливо (τελευτᾶν τὸν βίον Her.);
2 благодарно, с признательностью (διακεῖσθαι πρός τινα Diod.).