κατάλληλα
From LSJ
οὔ τι τὰ πολλὰ ἔπη φρονίμην ἀπεφήνατο δόξαν → a multitude of words is no proof of a prudent mind, many words do not declare an understanding heart
Greek Monolingual
επίρρ.
βλ. κατάλληλος.
Russian (Dvoretsky)
κατάλληλα: adv.
1 одновременно (κ. Μακεδόνων μὲν ἀπὸ τῆς Ῥωμαίων φιλίας, Λακεδαιμονίων δὲ τῆς τῶν Ἀχαιῶν συμπολιτείας ἀποστάντων Polyb.);
2 последовательно (αἱ κ. γενόμεναι πράξεις Polyb.).