κύριον
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
Russian (Dvoretsky)
κύριον: (ῡ) τό
1 (тж. κ. τῆς πολιτείας Arst.) государственная власть (τὰ κύρια ἐν ἑκάστῃ τῶν πόλεων Dem.);
2 закон (τὰ τῆσδε τῆς γῆς κύρια Soph.);
3 власть, господство (κύρια ἔχειν τινός Aesch.);
4 решающий час (ὅτε τὸ κ. μόλῃ Aesch.).