ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι → become a monkey instead of a lion
ἀδηρίτως:1 без спора, без препятствий (τὴν λείαν περισύρειν Polyb.);2 бесспорно (ὁ κρείττων ἀ. δύναμις Plut.).