ῥικνόομαι
English (LSJ)
Pass., A grow stiff or be shrivelled by frost, heat, or old age, Arist.HA553a13, Opp.H.5.593, Sor.1.15. II dance with unseemly contortions, S.Fr.316, cf. Luc.Lex.8. III later Act., have sexual intercourse, πρὸς ἄνδρα, πρὸς γυναῖκα, PMag.Leid.W.6.28.
German (Pape)
[Seite 843] eigtl. vor Kälte starr und steif werden, erstarren, dah. übh. sich zusammenziehen, sich krümmen; φθείρονται δ' ἐῤῥικνωμένων τῶν μορίων, Arist. H. A. 5, 20; bei Opp. Cyn. 5, 592 steht ἀφαυροτέροις μελέεσσι ῥικνοῦσθαι dem σαρκὶ περιπλήθειν entgegen, schrumpflig, runzlig werden; γήρᾳ ἐῤῥικνώθη, Sp.; nach den VLL. τὸ καμπ ύλον γενέσθαι ἀσχημόνως καὶ κατὰ συνουσίαν καὶ ὄρχησιν, κατὰ τὴν ὀσφύν, Soph. bei Phot., ein Tanz, bei dem der Leib gekrümmt und der Hintere vorgestreckt ward, nach Poll.. 4, 99 τὴν όσφὺν φορτικῶς περιάγειν; vgl. Luc. Lex. 8.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
danser en se courbant ou se tordant.
Étymologie: ῥικνός.
Greek (Liddell-Scott)
ῥικνόομαι: Παθ. (ῥικνὸς) γίνομαι ῥικνός, «ζαρώνω» ἐκ παγετοῦ, καύσωνος ἢ γήρως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 5, Ὀππ. Ἁλ. 5. 592· μεταφορ., ἐπὶ ἱματίων, Ἐπιφάν. ΙΙ. ὀρχοῦμαι ποιῶν ἀσέμνους συστροφὰς τοῦ σώματος, Σοφ. Ἀποσπ. 297, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 8· ὅθεν καὶ ὁ Βάκχος λέγεται γήραϊ ῥικνώδης ἐν Ἀνθ. Π. 5. 273. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥικνοῦσθαι· διέλκεσθαι, καὶ παντοδαπῶς διαφέρεσθαι κατ’ εἶδος», καὶ «ῥικνοῦται· λεπτύνεται. ἐπὶ τῶν ὀστέων τῶν γερόντων».
Russian (Dvoretsky)
ῥικνόομαι:
1 сжиматься, съеживаться Arst.;
2 плясать извиваясь Soph., Luc.