οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality
adv.1 avec force;2 avec fermeté.Étymologie: κρατερός.
κρᾰτερῶς:1 твердо, крепко, непоколебимо (ἑστάμεναι, μάχεσθαι Hom.);2 сильно, мощно (βαλεῖν τινα Hom.);3 грозно, сурово (ἀγορεύειν, ἀποειπεῖν Hom.).