αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
adv.1 fortement;2 fig. avec fermeté ou gravité.Étymologie: στιβαρός.
στῐβᾰρῶς: плотно, крепко: πύκα σ. ἀραρυῖαι πύλαι Hom. крепко-накрепко сколоченные ворота.