κατάγλωσσος
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bavard;
2 plein de mots recherchés ou inusités.
Étymologie: κατά, γλῶσσα.
Russian (Dvoretsky)
κατάγλωσσος: атт. κατάγλωττος 2
1 болтливый Gell.;
2 пересыпанный малоупотребительными словами, написанный нарочито темным языком (ποιήματα Luc., Anth.).
German (Pape)
= κατάγλωττος.