βαρύλογος
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
[ῠ], ον, vented in bitter words, ἔχθεα Pi.P.2.55; offensive, of certain Stoic tenets, Phld.Sto.Herc.339.12.
Spanish (DGE)
(βᾰρύλογος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
insultante, ofensivo, εἶδον ... Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πιαινόμενον he visto a Arquíloco engordar con odios insultantes Pi.P.2.55, cf. Phld.Sto.14.25.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρύλογος -ον βαρύς, λόγος met bittere woorden.
Russian (Dvoretsky)
βαρύλογος: злоречивый (ἔχθη Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύλογος: -ον, ὁ διὰ πικρῶν λέξεων ἐκδηλούμενος, ἔχθεα Πίνδ. ΙΙ. 2. 100.
English (Slater)
βᾰρῠλογος
1 vented in bitter words βαρυλόγοις ἔχθεσιν (P. 2.55)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α βαρύλογος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που είναι βαρύς στα λόγια, λιγομίλητος
αρχ.
εκείνος που λέει βαριά, υβριστικά λόγια.