μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
ταβλ. καταμήνιος.
καταμήνια -ων, τά [κατά, μήν] menstruatie. Hp.
καταμήνια: τά менструации Arst., Plut.