προσωπολήμπτης

From LSJ
Revision as of 14:01, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source

Russian (Dvoretsky)

προσωπολήμπτης: v. l. = προσωπολήπτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσωπολήμπτης -ου, ὁ [πρόσωπον, λαμβάνω] partijdig.

Chinese

原文音譯:proswpol»pthj 普羅士-哦坡-累普帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向著-意圖-得(者)
字義溯源:以貌取人,偏待人;由(πρόσωπον)=面前)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成,其中 (πρόσωπον)又由(πρός)=向著)與(ὠφέλιμος)X=容貌)組成,而 (πρός)出自(πρό)*=前), (ὠφέλιμος)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 偏待人(1) 徒10:34