πολύπλανος

Revision as of 15:33, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3")

English (LSJ)

ον, = πυλυπλανής, πλάναι Id.Pr.585 (lyr.); κόραι E.Ph.661 (lyr.), cf.AP6.69 (Maced.): in late Prose, Paul.Al. M.3.

German (Pape)

[Seite 668] = πολυπλανής; πλάναι, Aesch. Prom. 587; κόραι, Augen, Eur. Phoen. 665.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. πολυπλάνητος.
Étymologie: πολύς, πλανάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύπλανος -ον [πολύς, πλανάομαι] veel zwervend:. πολύπλανοι πλάναι vergaande omzwervingen Aeschl. PV 585.

Russian (Dvoretsky)

πολύπλᾰνος:
1 много странствующий, блуждающий: πολύπλανοι πλάναι Aesch. бесконечные скитания;
2 глядящий по всем направлениям, т. е. бдительный (κόραι Eur.).

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυπλάνητος, πολυπλανεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. δύσ-πλανος].

Greek Monotonic

πολύπλᾰνος: -ον, = πολυπλανής, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπλᾰνος: -ον, = πολυπλανής, Αἰσχύλ. Πρ. 585, Εὐρ. Φοίν. 661, Ἀνθ. Π. 6. 69.

Middle Liddell

πολύ-πλᾰνος, ον, = πολυπλανής, Aesch., Eur.]