блуждающий
From LSJ
Russian > Greek
δρομάς, ῥεμβώδης, πλάνος, πλανησίεδρος, πλαγκτήρ, πλαγκτός, περιπλανής, φοιταλιώτης, πλάνης, παράφορος, περιφερής, περίδρομος, πολυπλανής, πολύπλανος, πλανητός
δρομάς, ῥεμβώδης, πλάνος, πλανησίεδρος, πλαγκτήρ, πλαγκτός, περιπλανής, φοιταλιώτης, πλάνης, παράφορος, περιφερής, περίδρομος, πολυπλανής, πολύπλανος, πλανητός