ξενοκτονέω

Revision as of 10:48, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

English (LSJ)

Ion. ξεινο-, slay guests or strangers, Hdt.2.115, E.Hec.1247, D.S.4.18.

German (Pape)

[Seite 277] ion. ξεινοκτονέω, Fremde od. Gastfreunde tödten; Eur. Hec. 1347; Her. 2, 115 u. Sp., wie D. Sic. 4, 40 Luc. D. D. 16, 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tuer des hôtes ou des étrangers;
2 tuer son hôte.
Étymologie: ξενοκτόνος.

Russian (Dvoretsky)

ξενοκτονέω: ион. ξεινοκτονέω убивать чужеземцев или гостей Her., Eur., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοκτονέω: Ἰων. ξεινοκτ-, φονεύω τοὺς ξενιζομένους παρ’ ἐμοὶ ἢ ξένους, Ἡρόδ. 2. 115, Εὐρ. Ἑκ. 1247, Διόδ. 4. 18.
ΙΙ. φονεύω τὸν ξενίζοντά με, Εὐρ. Ι. Τ. 1021.

Greek Monotonic

ξενοκτονέω: Ιων. ξεινοκτ-,
I. φονεύω τους φιλοξενούμενούς μου ή τους ξένους, σε Ηρόδ., Ευρ., ΙI. σκοτώνω τον οικοδεσπότη μου, σε Ευρ.

Middle Liddell

ξενοκτονέω,
I. to slay guests or strangers, Hdt., Eur.
II. to slay one's host, Eur. [from ξενοκτόνος