τάρχανον
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
German (Pape)
[Seite 1072] τό, = πένθος, κῆδος, Hesych.
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
[Seite 1072] τό, = πένθος, κῆδος, Hesych.