σκιοθηρικός

From LSJ
Revision as of 11:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐοθηρικός Medium diacritics: σκιοθηρικός Low diacritics: σκιοθηρικός Capitals: ΣΚΙΟΘΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: skiothērikós Transliteration B: skiothērikos Transliteration C: skiothirikos Beta Code: skioqhriko/s

English (LSJ)

ή, όν, of a sundial, γνώμονες Str.2.5.24; διὰ τῶν σ. (sc. ὀργάνων) sun-dials, Cleom.1.8.

Greek Monolingual

και σκιαθηρικός, -ή, -όν, Α σκιοθήρης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκιοθήρη
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σκιοθηρικά και σκιαθηρικά
[ενν. ὄργανα] ηλιακά ρολόγια.