σκιοθηρικός
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ή, όν, of a sundial, γνώμονες Str.2.5.24; διὰ τῶν σ. (sc. ὀργάνων) sun-dials, Cleom.1.8.
Greek Monolingual
και σκιαθηρικός, -ή, -όν, Α σκιοθήρης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκιοθήρη
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σκιοθηρικά και σκιαθηρικά
[ενν. ὄργανα] ηλιακά ρολόγια.