κομμάτιον

Revision as of 10:52, 1 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, Dim. of
A κόμμα II.1: in plural, small logs, Alciphr.1.1.
2 metrical phrase, Eup.362.
b part of παράβασις in Comedy, Heph.Poëm.8.2.
3 short clause, ἔλαττον κώλου κομμάτιον D.H.Comp.26.

German (Pape)

[Seite 1478] τό, dim. von κόμμα, kleiner Abschnitt, kleines Stück; Alciphr. 1, 1; Rhett. – Der Anfang der Parabase, Hephaest. p. 132. Vgl. Plut. apophth. reg. p. 94.

Greek (Liddell-Scott)

κομμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόμμα ΙΙ, «κομμάτι», Ἀλκίφρων 1. 1. 2) βραχεῖα πρότασις, χωρίον συγγραφέως, «ῥητόν», Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 31, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 26.

Russian (Dvoretsky)

κομμάτιον: τό изречение, выражение Plut.