σφετερίζομαι
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
French (Bailly abrégé)
f. σφετεριοῦμαι, ao. ἐσφετερισάμην, pf. ἐσφετέρισμαι, pqp. ἐσφετερίσμην;
1 s'approprier, usurper, acc.;
2 fig. se concilier, gagner, captiver.
Étymologie: σφέτερος.