σφέτερος
English (LSJ)
σφετέρα, σφέτερον, possessive Adj. of the 3rd pers. pl. σφεῖς,
A their own, their, Il.17.287, Od.1.274, al., Hes. Th.155, Pi.P.10.38; strengthened, αὐτῶν σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν Od.1.7; rare in Com., Ar.Ra.1464, Fr.350; in Prose the gen. ἑαυτῶν is commonly used, but σφέτερος also occurs, Th.3.95, 7.1, IG12.29.6, 57.46, Pl.Euthd.304c; τὰ σ. their own property, Th.2.20, X. HG5.3.12; ὅσοι τὰ σ. φρονοῦντες.. περιῆσαν Th.3.68, cf. X.HG7.5.5; τὸν σ. (sc. φόβον) their own (fear), Th.6.36; τὸ σ. αὐτῶν their own business, Pl.Sph.243b; τὸ σ. αὐτῶν συμφέρον their own interest, Arist.Pol. 1296a36; ἀπὸ τῆς σ. αὐτῶν (sc. χώρας) X.Ath.2.5, cf. IG12(1).977.16 (Carpathos, iv B.C.); νόμοις χρῆσθαι τοῖς σ. αὐτῶν ib.22.1.15; οἱ σ. their own people, Th.6.71, X.HG2.4.18.
2 also of the 3rd pers. sg., his or her own, his, her, for ἑός, ὅς, Hes.Sc.90, Pi.O.13.61, P.4.83, A.Ag.760 (lyr.), Pers.900 (lyr.), and in later Prose, Plb.7.14.3, etc.
II sometimes also used of other persons:
1 of 2nd pl., = ὑμέτερος, your own, your, Il.9.327 (sed leg. μαρναμένοις), Hes.Op.2, A.R.4.1327, AP9.134; cf. σφεῖς B. ΙΙΙ.
b of 2nd dual, Alcm.3.
2 of 2nd sg., = σός, thine own, only in Theoc.22.67.
3 of 1st sg., = ἐμός, mine own, Id.25.163.
4 of 1st pl., = ἡμέτερος, our own, X.Cyr.6.1.10 codd., A.R.4.1353, Plb.11.4.3, 11.31.6, App.Mith.5, etc. —Cf. σφός.
French (Bailly abrégé)
σφετέρα, σφέτερον :
I. pron. possess. de la 3ᵉ pers. (v. σφε-) :
1 sg. (c. ἑός) son, sa ; le sien, la sienne;
2 pl. leur, leurs ; accompagné de αὐτῶν : αὐτῶν σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν OD par leur propre folie ; subst. οἱ σφέτεροι les leurs, leurs compagnons ; τὰ σφέτερα leurs biens, leur propriété, leurs intérêts ; τὸ σφέτερον leurs propres sentiments ; ἡ σφετέρα (γῆ) leur pays ; οἱ σφέτεροι leur propre peuple;
II. p. ext. pron. poss. :
1 de la 1ᵉ pers. du sg. c. ἐμός, mon, ma, le mien, la mienne, ou pl. c. ἡμέτερος notre, le nôtre;
2 de la 2ᵉ pers. du sg. c. σός, ton, ta, le tien, la tienne.
Étymologie: σφεῖς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον [σφεῖς] refl. pron. poss. van de 3e pers. meestal plur. hun (eigen), van hen(zelf):; τὴν γῆν ὅταν νομίσωσι τὴν τῶν πολεμίων εἶναι σφετέραν, τὴν δὲ σφετέραν τῶν πολεμίων wanneer ze het land van hun vijanden als het hunne beschouwen, en hun eigen land als van de vijanden Aristoph. Ran. 1464; versterkt met gen. plur. van αὐτός:; αὐτῶν … σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν door hun eigen stommiteiten Od. 1.7; τὸ σφέτερον αὐτῶν συμφέρον hun eigen belang Aristot. Pol. 1296a36; subst. οἱ σφέτεροι hun eigen mensen; ook niet- refl. hun Il. 9.327 ook sing. zijn of haar (eigen), van hem of haar(zelf). zelden van andere pers. 1 sing. mijn (eigen). Theocr. Id. 25.163. 2 plur. jullie (eigen); Hes. Op. 2; sing. jouw (eigen). Theocr. Id. 22.67.
German (Pape)
1 possessives adj. der dritten Pers. plur., vom Pronomen σφεῖς, ihr, ihrig; ἄστυ σφέτερον, Il. 17.287, 419 und öfter; Pind., Tragg.; und in Prosa, περαίνουσι τὸ σφέτερον αὐτῶν ἕκαστοι, Plat. Soph. 243a, doch im Att. selten.
2 adj. der dritten Person sing., sein, seinig; Hes. Sc. 90; Pind. Ol. 13.61, P. 4.83, I. 5.33 und öfter; Aesch. Ag. 738; Pol. 4.61.5. – Ungewöhnlich als adj. der zweiten Person, euer, euer eigen, statt ὑμέτερος, Hes. O. 2, Ap.Rh. 4.1327; vgl. Wolf proleg. p. CCXLIX; – und der ersten Person sing., mein, = ἐμός, Theocr. 25.163; – wie der zweiten Person, = σός, 22.67; – und statt ἡμέτερος, unser, Pol. 2.31.6; s. Schneid. Xen. Cyr. 6.1.10. – Vgl. σφός.
Russian (Dvoretsky)
σφέτερος:
1 их (собственный) Hom. etc.;
2 его, ее (собственный) Hes., Pind., Aesch.;
3 (редко), ваш Hes., Anth.: ὀάρων ἕνεκα σφετεράων Hom. из-за ваших жен;
4 (редко), наш Polyb.: περὶ τῶν σφετέρων φρουρίων Xen. из-за наших укрепленных пунктов;
5 (редко) твой: σφετέρης μὴ φείδεο τέχνης Theocr. не жалей своего искусства;
6 (редко) мой: σφετέρῃσιν ἐνὶ φρεσί Theocr. в моем сознании - см. тж. σφετέρα, σφέτερα, σφέτεροι и σφέτερον.
English (Autenrieth)
(σφεῖς): poss. pron. of 3d pers., their; strengthened by αὐτός, Od. 1.7; as subst., ἐπὶ σφέτερα, Od. 1.274.
English (Slater)
σφέτερος (-ου, -οισι; -ας, -αν: cf. σφός, ἑός.)
a his, their own (the reference is to the subject of the sentence, except in (P. 10.38)) νιν παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς (O. 9.78) τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν (O. 13.61) σφετέρας ἐστάθη γνώμας ἀταρβάκτοιο πειρώμενος (P. 4.83) σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης (I. 6.33) Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν, Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν πρόφαινεν (I. 8.56) ἄλλα δ' ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 2.
b their own Μοῖσα δ' οὐκ ἀποδαμεῖ τρόποις ἐπὶ σφετέροισι (P. 10.38) (Ἀλεῖοι) ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ γαῖαν ἀνὰ σφετέραν (I. 2.27)
Greek Monolingual
σφετέρα, σφέτερον, Α
(κτητ. αντων.)
1. (γ' πληθ. πρόσ.) δικός τους («φρόνεον δὲ μάλιστα ἄστυ ποτὶ σφέτερον ἐρύειν», Ομ. Ιλ.)
2. (γ' εν. πρόσ.) δικός του («ἠστόχει δὲ τῆς σφετέρας προαιρέσεως», Πολ.)
3. (β' πληθ. πρόσ.) δικός σας
4. (β' εν. πρόσ.) δικός σου
5. (α' πληθ. πρόσ.) δικός μας
6. (α' εν. πρόσ.) δικός μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σφεῖς.
Greek Monotonic
σφέτερος: σφετέρα, σφέτερον, κτητ. αντων. γʹ προσ. πληθ. (σφείς),
I. 1. δικός τους, δική τους, δικό τους, Λατ. suus, σε Όμηρ. κ.λπ.· επιτετ., αὐτῶν σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν, σε Ομήρ. Οδ.· στον πεζό λόγο, η γεν. ἑαυτῶν είναι συνηθέστερη, αλλά το σφέτερος απαντά στον Θουκ. κ.λπ.· τὸ σφέτερον, τα προσωπικά τους αισθήματα, τα ατομικά τους συμφέροντα, στον ίδ., Πλάτ.· οἱ σφέτεροι, οι δικοί τους άνθρωποι, δηλ. οι έμπιστοί τους, σε Θουκ.
2. επίσης γʹ προσ. ενικ., δικός του ή δική του, αντί ἕος, ὅς, σε Ησίοδ., Πίνδ., Αισχύλ.
II. στους ποιητές μερικές φορές τίθεται για άλλα πρόσωπα·
1. για βʹ πληθ., = ὑμέτερος, δικός σας, Λατ. vester, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
2. για βʹ ενικ., = σός, δικός σου, Λατ. tuus, σε Θεόκρ.
3. για αʹ ενικ., = ἐμός, δικός μου, Λατ. meus, στον ίδ.
4. για αʹ πληθ. = ἡμέτερος, δικός μας, Λατ. noster, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σφέτερος: σφετέρα, σφέτερον, κτητικ. ἀντωνυμ. τοῦ γ΄ πληθ. προσώπου σφεῖς, ἰδικός των, Λατ. suus, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., Αἰσχύλ.· ἐπιτεινομένη διὰ τῆς αὐτός· αὐτῶν σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν Ὀδ. Α. 7· - σπάνιον παρὰ τοῖς κωμικ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 1464, Ἀποσπ. 128 - παρὰ δὲ τοῖς πεζογράφοις συνηθέστερον εἶναι ἐν χρήσει ἀντ’ αὐτῆς ἡ γεν. πληθ. ἑαυτῶν, ἀλλὰ καὶ τὸ σφέτερος ἀπαντᾷ, Θουκ. 3. 95, 7, 1· τὰ σφέτερα, ἡ ἰδία αὐτῶν περιουσία, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 12 (ὡς ἐν Ὀδ. Α. 274, κ. ἀλλ.)· ἢ τὰ ἴδια αὐτῶν συμφέροντα, Θουκ. 2. 20· ὅσοι τὰ σφ. φρονοῦντες ὁ αὐτ. 3. 68, πρβλ. Ξεν. Ἑλλην. 7. 5, 5· τὸ σφέτερον, τὰ ἴδιά των αἰσθήματα, Θουκ. 6. 36· τὸ σφέτ. αὐτῶν Πλάτ. Σοφιστ. 243Α· τὸ σφ. αὐτῶν συμφέρον Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 18· ἀπὸ τῆς σφετέρας αὐτῶν (ἐξυπακ. χώρας) Ξεν. Ἀθην. 2, 5· οἱ σφέτεροι, οἱ «ἰδικοί των», Θουκ. 6. 71, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 18. 2) ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ ἑός, ὅς, ὃς προλιπὼν σφέτερον δόμον, ἑὸν δόμον, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 90, Πινδ. Ο. 13, 86, Π. 4. 447, Αἰσχύλ. Ἀγ. 760, Πέρσ. 900, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 16, Πολύβ., κλπ. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς ἐνίοτε κεῖται καὶ ἐπὶ ἄλλων προσώπων: Ι. ἐπὶ τοῦ β΄ πληθ. προσ., = ὑμέτερος, Λατ. vester, Ἰλ. Ι. 327, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 2, Ἀλκμ. 37, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1327, Ἀνθ. Π. 9. 134, πρβλ. σφεῖς ΙΙΙ. 3. 2) τοῦ β΄ ἑνικοῦ, = σός, tuus, μόνον παρὰ Θεοκρ. 22. 67· 3) τοῦ α΄ ἑνικοῦ, = ἐμός, meus, ὁ αὐτ. 25. 163, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1353. 4) ὡσαύτως τοῦ α΄ πληθ., = ἡμέτερος, noster, Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 10, Πολύβ. 11. 5, 3., 31, 6, Ἀππ., κλπ. - Πρβλ. σφός. (Πρβλ. τὸ Λατ. vester· καὶ ἴδε ἐν λ. οὗ, σφε, σφεῖς). - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίᾳ Ἑρμῇ Κόντου σελ. 260.
Middle Liddell
σφέτερος, η, ον [possessive adj. of 3rd pers. pl. σφείς]
I. their own, their, Lat. suus, Hom., etc; strengthened, αὐτῶν σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν Od.;—in Prose, the gen. ἑαυτῶν is more common, but σφέτερος occurs in Thuc., etc.; τὸ σφέτερον their own feelings, their own business, Thuc., Plat.; οἱ σφέτεροι their own people, Thuc.
2. also of 3rd sg., his or her own, his, her, for ἑός, ὅς, Hes., Pind., Aesch.
II. in Poets sometimes of other persons:
1. of 2nd pl., = ὑμέτερος, your own, your, Lat. vester, Il., Hes.
2. of 2nd sg., = σός, thine own, tuus, Theocr.
3. of 1st sg., = ἐμός, mine own, meus, Theocr.
4. of the 1st pl., = ἡμέτερος, our own, noster, Xen.