γλίσχρως
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec ténacité;
2 chichement, mesquinement ; difficilement, avec peine.
Étymologie: γλίσχρος.
Russian (Dvoretsky)
γλίσχρως:
1 с трудом, едва (γ. καὶ μόλις Dem.);
2 скудно, бедно (ζῆν Arst.): ἢ τὸ παράπαν οὐδὲν ἢ γ. Arst. или вовсе ничего, или очень мало;
3 скупо (γ. καὶ κατὰ σμικρὸν φειδόμενος Plat.; χορηγεῖν Plut.);
4 слабо, жалко, убого (εἰκάζειν Plat.);
5 назойливо, жадно (σαρκάζειν Arph.): γ. ἐπιθυμεῖν ζῆν Plat. жадно цепляться за жизнь.