Νύσιος
English (LSJ)
v. sub Νῦσα.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
Νύσιος, -ία, -ον (Α) Νύσα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νύσα, πόλη ή τόπο αφιερωμένο στον Διόνυσο
2. (το αρσ. ως προσηγορικό) ὁ νύσιος
το φυτό κισσός
3. φρ. «Νυσίαι νύμφαι» — οι Νυσηίδες.
Russian (Dvoretsky)
Νύσιος: (ῠ) HH, Soph. = Νυσαῖος I.