Λαομεδοντιάδης
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fils de Laomédon.
Étymologie: Λαομέδων.
Russian (Dvoretsky)
Λᾱομεδοντιάδης: ου ὁ Лаомедонтиад, сын Лаомедонта, т. е. Λάμπος или Πρίαμος Hom.