Πρίαμος

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πρῐ́ᾰμος Medium diacritics: Πρίαμος Low diacritics: Πρίαμος Capitals: ΠΡΙΑΜΟΣ
Transliteration A: Príamos Transliteration B: Priamos Transliteration C: Priamos Beta Code: *pri/amos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, Priam, Il.1.19, etc.; Aeol. Πέρραμος (wh. = βασιλεύς, acc. to Hsch.) Alc.Supp.8.2; also Πέραμος, Sapph.Supp.20a. 16:—Patron. Πριαμίδης [Πρῑ- metri gr.], ὁ, Ep. gen. Πριαμίδαο, Πριαμίδεω, Il.3.356, 20.77: Adj. Πριαμικός, Πριαμική, Πριαμικόν, of Priam or like Priam, τύχαι Arist. EN1101a8; poet. fem. Πριαμίς, Πριαμίδος, E.Hel.1158 (lyr.), Or.1482 (lyr.): Dim. Πριαμιλλύδριον and Πριαμύλλιον, τό, Sch.D.T.pp.375,376 H.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Priam, roi de Troie.
Étymologie: DELG -αμος se retrouve dans des termes d'emprunt.

Russian (Dvoretsky)

Πρίᾰμος: ου, эп. οιο ὁ Приам (сын Лаомедонта, муж Гекабы или Гекубы, последний царь Трои) Hom.

Greek (Liddell-Scott)

Πρίᾰμος: -ου, ὁ, βασιλεὺς τῆς Τροίας, Ἰλ., κτλ.· ὀνομασθεὶς οὕτω κατὰ τὸν Ἀπολλόδ. (2. 6, 4), διότι διὰ λύτρων ἐξηγόρασε (ἐπρίατο) τὴν ἑαυτοῦ ἀδελφὴν Ἡσιόνην ἀπὸ τοῦ Ἡρακλέους· ἀλλ’ ἡ λέξ. Πρίαμος καθ’ ἑαυτὴν ἐσήμαινεν ἀρχηγόν, βασιλέα (πέρραμος = βασιλεύς, Ἡσύχ., καὶ Πέρραμος ἦτο Αἰολ. τύπος ἀντὶ τοῦ Πρίαμος, Ἐτυμολ. Μέγ. 605. 39, πρβλ. Ahrens D Aeol. 55), σχετίζεται δὲ πρὸς τὴν ῥίζαν πρὸ ἢ περί. - Πατρωνυμ. Πριαμίδης, ὁ, Ἐπικ. γεν. -ίδεω καὶ -ίδαο, Ἰλ. Γ. 356, Υ. 77· - ἐπίθ. Πριαμικός, ή, όν, Λατ. Priameïus, (ἐκ τοῦ Ἐπικ. Πριαμήιος), τύχαι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 14· ποιητ. θηλ. Πριαμίς, ίδος, Λατ. Priameïs, Εὐρ. Ἑλ. 1158, Ὀρ. 1481· - Ὑποκορ. Πριαμύλλιον, τό, Α. Β. 857· προσέτι, Πριαμιλλύδριον, Κραμ. Ἀν. 4, 273, πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρ. σ. 147.

English (Autenrieth)

Priam, son of Laomedon, and king of Troy. He was already an aged man at the time of the war, and took no part in the fighting, Il. 24.487. Homer says that Priam was the father of fifty sons, of whom his wife Hecuba bore him nineteen. Besides Hector, Paris, Helenus, and Cas sandra, the following children are named: Echemmon, Chromius, Lycāon, Polītes, Gorgythion, Democoön, Deīphobus, Isus, Antiphus, Laodice.

Priam killed by Neoptolemus, detail of an Attic black-figure amphora, ca. 520–510 BC

English (Slater)

Πρῐᾰμος king of Troy, killed by Neoptolemos.
1 Πριάμοιο πόλιν πέρσεν (P. 1.54) Δαρδανίδα κόραν Πριάμου Κασσάνδραν (P. 11.19) Πριάμου πόλιν Νεοπτόλεμος ἐπεὶ πράθεν (N. 7.35) γέ[ρον]θ' ὅ[τι] Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐπενθορόντα (sc. Νεπτόλεμος) (Pae. 6.113)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, αιολ. τ. Πέρραμος και Πέραμος, Α
μυθ. γιος του Λαομέδοντος και βασιλιάς της Τροίας κατά την εποχή του Τρωικού Πολέμου, που στον Όμηρο εμφανίζεται ήδη ως γέροντας, πατέρας πενήντα γιων, και ο οποίος ήταν ξακουστός για τα φιλειρηνικά του αισθήματα, τον σεβασμό που έδειχνε για τους εχθρούς του, την ευσέβεια και τη σοφία του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια ανατολικής προέλευσης, όπως μπορούμε να υποθέσουμε από το επίθημα -αμο-ς, το οποίο απαντά και σε άλλες δάνειες λ. (πρβλ. βάλσ-αμο-ν, Πέργ-αμο-ς, Τεύτ-αμο-ς). Ο αιολ. τ. Πέρραμος (< Πέρjαμος) προήλθε από το Πρί-αμος με μετάθεση στη συλλαβή πρι- (pri > pir) λόγω του -j- που ακολουθούσε κατά την προφορά της λ. (Πρίjαμος). Για ανάλογη μετάθεση (tri > tir), πρβλ. μέτριος: αιολ. τ. μέτερρος. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο pirijameja].

Greek Monotonic

Πρίᾰμος: -ου, ὁ, ο Πρίαμος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πιθ. αρχηγός, βασιλιάς (πιθ. από πρό), πατρωνυμ. Πριαμίδης, , Επικ. γεν. -εω και -αο, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. Πριαμικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον Πρίαμο, σε Αριστ.· ποιητ. θηλ. Πριαμίς, -ίδος, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: king of Troy (Il.),
Other forms: Lesb. Περ(ρ)αμος (Sapph., Alc.).
Origin: Anat.
Etymology: Foreign word. On the suffix -αμο-, which is found both in inherited words (κάλαμος) and in foreign words (βάλσαμον, Πέργαμον, Τεύταμος), Chantraine Form. 133f., Schwyzer 493 f. From Lydian (with IE etymology) acc. to Carnoy Les ét. class. 22, 350. No good etymology from an Anatolian language has been found yet. -- Cf. Πάρις und Εκάβη.

Middle Liddell


Priam, Il., etc.; prob. a chief, king, [prob. from πρό.]

Frisk Etymology German

Πρίαμος: {Príamos}
Forms: lesb. Περ(ρ)αμος (Sapph., Alk.).
Grammar: m.
Meaning: König von Troia (Il. usw.),
Etymology: Fremdwort. Zum Suffix -αμο-, das sowohl in Erbwörtern (κάλαμος) wie in Fremdwörtern (βάλσαμον, Πέργαμον, Τεύταμος) zuhause ist, Chantraine Form. 133f., Schwyzer 493 f. Aus dem Lydischen (mit idg. Etymologie) nach Carnoy Les ét. class. 22, 350. — Vgl. Πάρις und Ἑκάβη.
Page 2,594

Wikipedia EN

In Greek mythology, Priam (/ˈpraɪ.əm/; Greek: Πρίαμος, pronounced [prí.amos]) was the legendary king of Troy during the Trojan War. His many children included notable characters like Hector and Paris.

Translations

ar: بريام; arz: بريام; be: Прыам; bg: Приам; br: Priamos; bs: Prijam; ca: Príam; cs: Priamos; cy: Priam; da: Priamos; de: Priamos; el: Πρίαμος; en: Priam; eo: Priamo; es: Príamo; eu: Priamo; fa: پریاموس; fi: Priamos; fr: Priam; gl: Príamo; he: פריאמוס; hr: Prijam; hu: Priamosz; hy: Պրիամոս; id: Priamos; is: Príamos; it: Priamo; ja: プリアモス; kk: Приам; ko: 프리아모스; la: Priamus; lb: Priamos; lfn: Priamo; lt: Priamas; mk: Пријам; nl: Priamus; nn: Priamos; no: Priamos; oc: Priam; pl: Priam; pt: Príamo; ro: Priam; rue: Приам; ru: Приам; sco: Priam; sh: Prijam; simple: Priam; sk: Priamos; sq: Priami; sr: Пријам; sv: Priamos; ta: பிரையம்; tr: Priamos; uk: Пріам; vi: Priam; zh: 普里阿摩斯