δρυοτόμος

Revision as of 13:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ὁ, = δρυτόμος, Aesop. 35, Gal.13.573, etc. [δρῡ- v.l. in Q.S.1.250.]

Spanish (DGE)

-ου, ὁ maderero, leñador λιθοτόμοι καὶ δρυοτόμοι Ph.2.472, cf. Gal.13.573, Aesop.22.2.2; cf. δρυτόμος.

German (Pape)

[Seite 669] Holz schneidend, fällend; ὁ, der Holzhauer, Aesop. 175; Qu. Sm. 1, 250 [wo υ]. S. δρυτόμος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
charpentier.
Étymologie: δρῦς, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

δρυοτόμος:лесоруб Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

δρυοτόμος: ὁ, ξυλοκόπος, ξυλοσχίστης, Αἴσωπ., κτλ. [δρῦ- ἐν ἄρσει, Κόϊντ. Σμ. 1. 250]. - Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 319.

Greek Monolingual

δρυοτόμος, ο (AM)
ο ξυλοκόπος.