fem. of λιμνήτης.
[Seite 48] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Sp., λιμνᾶτις βδέλλα, Theocr. 2, 56.
ιδος (ἡ) :qui vit dans les marais.Étymologie: λίμνη.
λιμνῆτις: дор. λιμνᾶτις, ῐδος adj. f болотная (βδέλλα Theocr.).