βδέλλα
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
ἡ, (βδάλλω)
A leech, Hdt.2.68, Arist.IA709a29, Theoc.2.56, Nic.Al.500, LXX Pr.24.50 (30.15): metaph., βδέλλα σπιλάδων, of a fisherman, AP6.193 (Flacc.).
2 lamprey, Str.17.3.4.
II = βδέλλιον, J.AJ3.1.6, Peripl.M.Rubr.37, al., Edict.Diocl.32.54, Damocr. ap. Gal.14.129, PMag.Berol.1.286, PMag.Leid.V.12.24.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): lat. bidella Marcell.Emp.7.17, 8.14
I zool.
1 entom. sanguijuela, Hirudo medicinalis L., Hdt.2.68, Arist.IA 709a29, Theoc.2.56, Nic.Al.500, LXX Pr.30.15, Erot.29.11, Gal.8.265, Gloss.3.490
•fig. de un pescador β. σπιλάδων sanguijuela de los acantilados, AP 6.193 (Flaccus), cf. Hsch.
2 ict. lamprea ἐν ποταμῷ ... γεννᾶσθαι βδέλλας ἑπταπήχεις Str.17.34
•dud. κεφαλὴ ὄφεως· βδέλλα PMag.12.408.
II bot. goma o resina aromática obtenida del Balsamodendrum africanum I.AI 3.28, Peripl.M.Rubri 37, Asclep. en Gal.13.341, DP 36.54, PMag.1.286, Hsch., Marcell.Emp.ll.cc., POxy.3765.36, 3766.92 (ambos IV d.C.).
• Etimología: Deriv. en -ιᾰ del mismo grupo expresivo que βδάλλω q.u. en grado pleno; para el sent. II v. βδέλλιον.
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, Blutegel, Her. 2, 68; Theocr. 2, 54; σπιλάδων, der Fischer, Flacc. 3 (VI, 193). Bei Strab. XVII p. 826 Neunauge. Auch = βδέλλιον, Arr.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sangsue, animal.
Étymologie: βδάλλω.
Greek Monolingual
και αβδέλλα, η (AM βδέλλα)
1. υδρόβιο σκουλήκι το οποίο χρησιμοποιούσαν για θεραπευτικές αφαιμάξεις, βδέλλα η ιατρική
2. μικρό, πλατύ σκουλήκι, βδέλλα των πηγών, το οποίο ζει ως παράσιτο στον φάρυγγα, αν καταποθεί μαζί με το νερό
3. φρ. «μου ρουφά το αίμα σαν βδέλλα» — με εκμεταλλεύεται ή με βασανίζει
(πρβλ. «Ἔρως ἀνιηρέ, τί μευ μέλαν ἐκ χροὸς αἷμα ἐμφὺς ὡς λιμνᾱτις ἅπαν ἐκ βδέλλα πέπωκας;» Έρωτα σκληρέ, γιατί κόλλησες και ρούφηξες απ' το κορμί μου όλο το αίμα σαν βδέλλα της λίμνης; Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βδέλλα σχηματίστηκε είτε από την απαθή βαθμίδα της ρίζας bdel- «βυζαίνω, θηλάζω» + (επίθημα) –yă ή -y∂2 είτε από ένα άγνωστο ριζικό όνομα. Ο τ. αβδέλλα με α- προθεματικό].
Greek Monotonic
βδέλλᾰ: ἡ, το φερώνυμο παράσιτο, σε Ηρόδ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
βδέλλα: ἡ червь-сосальщик, пиявка Her., Arst., Theocr., Anth.
Middle Liddell
[from βδάλλω
a leech, Hdt., Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βδέλλα -ης, ἡ βδάλλω bloedzuiger.
Frisk Etymology German
βδέλλα: {bdélla}
Grammar: f.
Meaning: Blutegel (ion. att.), auch = βδέλλιον (spät).
Derivative: Denominative Verba: βδελλίζω Blutegel ansetzen (Mediz.), βδελλάζεται· ἀμέλγεται Erot.
Etymology: βδέλλα ist eine feminine ια-Ableitung, "die Saugerin", u. z. entweder von der hochstufigen Verbalwurzel βδελ- oder von einem unbekannten Wurzelnomen. Vgl. βδάλλω, auch βλέτυες.
Page 1,229
Mantoulidis Etymological
Παράγωγο τοῦ βδάλλω (=βυζαίνω, ἀρμέγω), ἀπό ὅπου καί τό παράγωγο βδάλσις (=ἄρμεγμα).
Léxico de magia
ἡ 1 sanguijuela oculta bajo un nombre secreto κεφαλὴ ὄφεως· β. cabeza de serpiente es sanguijuela P XII 408 2 bot. bálsamo resina aromática proc. del Balsamodendrum Africanum ἔστιν δὲ τὸ ἐπίθυμα λύκου ὀφθαλμός, στύραξ, κιννάμωμον, β. καὶ ὅτι ἔντιμον ἐν τοῖς ἀρώμασι la ofrenda consiste en un ojo de lobo, estoraque, cinamomo, bálsamo y lo que hay más apreciado de entre las plantas aromáticas P I 286 P VII 433 ἔστιν τὸ ἐπίθυμα τὸ ἐμψυχοῦν τὸν Ἔρωτα καὶ ὅλην τὴν πρᾶξιν· ... λίβανος, κρόκος, β. ἀνὰ ἡμίδραχμον esta es la ofrenda que anima a Eros y a toda la práctica: incienso, azafrán y bálsamo, media dracma de cada uno P IV 1834