λυγοτευχής

Revision as of 14:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ές, made of withes, κύρτος AP9.562 (Crin.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
travaillé avec de l'osier.
Étymologie: λύγος, τεύχω.

German (Pape)

ές, aus Weidenzweigen gemacht, geflochten, κύρτος, Crinag. 27 (IX.562).

Russian (Dvoretsky)

λῠγοτευχής: сплетенный из ивовых прутьев, ивовый (κύρτος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠγοτευχής: -ές, πεποιημένος ἐκ λυγαρ~ιᾶς, κύρτος Ἀνθ. Π. 9. 562.

Greek Monolingual

λυγοτευχής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -τευχής (< τεῦχος < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεοτευχής, τοξοτευχής].

Greek Monotonic

λῠγοτευχής: -ές (τεύχω), φτιαγμένος από λυγαριά, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῠγο-τευχής, ές τεύχω
made of withes, Anth.