μαιώτης
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Greek (Liddell-Scott)
μαιώτης: -ου, ὁ, ἴδε Μαιῶται ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de poisson.
Étymologie: Μαιώτης.
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
μαιώτης: -ου, ὁ, ἴδε Μαιῶται ΙΙ.
ου (ὁ) :
sorte de poisson.
Étymologie: Μαιώτης.