πετρηρεφής

Revision as of 14:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ές, (ἐρέφω)
A over-arched with rock, rock-vaulted, ἄντρα A.Pr.302, E.Cyc.82.

German (Pape)

[Seite 606] ές, mit Felsen, Steinen bedeckt, überwölbt, ἄντρα, Aesch. Prom. 300, wie Eur. Cycl. 82, vgl. Ion 1400.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
couvert d'une voûte de rochers.
Étymologie: πέτρα, ἐρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πετρηρεφής -ές [πέτρα, ἐρέφω] overwelfd door een rots.

Russian (Dvoretsky)

πετρηρεφής: укрытый скалой, находящийся под скалой (ἄντρον Aesch., Eur.).

Greek Monolingual

-ές, Α
με στέγη από πέτρα, σκεπασμένος από βράχο («ἄντρα πετρηρεφή», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -ηρεφής (< ἐρέφω «στεγάζω, καλύπτω με στέγη»), πρβλ. νυκτ-ηρεφης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

πετρηρεφής: -ές (ἐρέφω), στεγασμένος σε πέτρα, υπόγειος και πέτρινος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πετρηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ἐστεγασμένος ὑπὸ βράχου, ἔχων βραχώδη θόλον, ἄντρον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 300, Εὐρ. Κύκλ. 82.

Middle Liddell

πετρ-ηρεφής, ές ἐρέφω
o'er-arched with rock, rockvaulted, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

roofed with rock, roofed with stone