ἐκθαρσέω
From LSJ
Σέ, Δήλι', αὐδῶ τὸν κατὰ χθονὸς νέκυν ... → Delian, I call your name, a corpse beneath the ground ...
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
]avoir pleine confiance.
Étymologie: ἐκ, θαρσέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ρρέω
1 cobrar ánimo o valor, enardecerse πᾶσα μὲν ἡ Ἑλλὰς ἐξεθάρρησε καὶ κατεφρόνησε τῶν βαρβάρων Plu.Art.20, cf. 2.253a, c. dat. instrum. αἱ φωναὶ (τῶν κοράκων) ἐκθαρσησάντων τῇ καθαρότητι τοῦ ἀέρος al llegar el buen tiempo, Sch.Ar.1003.
2 confiar plenamente en c. dat. de cosa τοῖς πράγμασι Plu.Rom.26, τοῖς τῶν Ἑλλήνων ὅπλοις Plu.Dem.20, c. compl. prep. πλῆθος ἀνδρῶν ... ἐκτεθαρρηκότων ὑπ<ὲρ> αὐτοῦ Plu.Galb.7.
German (Pape)
ion. = ἐκθαρρέω.