ἑρμογλυφία
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
German (Pape)
[Seite 1033] ἡ, Plut. gen. socr. 10 διὰ τῶν ἑρμογλυφιῶν, wo ἑρμογλυφέων zu lesen, durch die Bildhauerstraße.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
]l'art de la statuaire.
Étymologie: ἑρμογλύφος.
Greek Monolingual
ἑρμογλυφία, ἡ (Α) ερμογλύφος
η τέχνη του ερμογλύφου, η γλυπτική.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμογλῠφία: ἡ портретная скульптура (Plut. - v. l. Ἑρμογλύφαι).