ἐγκρυφίας

Revision as of 17:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

English (LSJ)

ἄρτος loaf baked in the ashes, Hp.Vict.2.42, Nicostr.Com.14, Luc.DMort.20.4, Ath.3.110b.

Spanish (DGE)

(ἐγκρῠφίας) -ου
• Morfología: [poét. ac. -ίην Archestr.SHell.135.15]
cocido entre las cenizas, ἄρτος Hp.Acut.(Sp.) 53, Luc.DMort.6.4
más frec. subst. ὁ ἐ. (sc. ἄρτος) pan cocido entre las cenizas, pan subcinericio Hp.Vict.2.42, 3.79, Nicostr.Com.12, Dieuch.13.10, Archestr.l.c., Luc.Lex.3, Gal.6.489, ἔπεψαν ... ἐγκρυφίας ἀζύμους LXX Ex.12.39, ἐ. κρίθινος LXX Ez.4.12, cf. 3Re.17.13, Ath.110b, Gr.Nyss.Bas.122.14, Hsch.

German (Pape)

[Seite 710] ὁ, unter heißer Asche gebackenes Brot; Hippocr.; Luc. D. Mort. 20, 4 Lexiph. 3; vgl. Ath. III, 110 a. Bei Poll. 4, 47 = versteckt, hinterlistig.

French (Bailly abrégé)

ἄρτος (ὁ) :
pain cuit sous la cendre.
Étymologie: ἐγκρύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκρῠφίας: ου ὁ (тж. ἐ. ἄρτος) испеченный в горячей золе хлеб Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκρῠφίας: ἄρτος, ὁ, ἄρτος ὀπτώμενος ἐν σποδῷ, ἐπ’ ἀνθράκων, «σταχτόπητα», Ἱππ. 356. 14, Νικόστρ. ἐν «Ἱεροφάντῃ» 1, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 4, κτλ.· πρβλ. σποδίτης.

Greek Monolingual

ἐγκρυφίας, ο (Α)
1. ψωμί ψημένο στη στάχτη, σταχτόπιττα
2. (για ανθρώπους) δόλιος, ύπουλος.

Middle Liddell

ἐγ-κρῠφίας, ἄρτος, ὁ, κρύφιος
a loaf baked in the ashes, Luc.