ἱερεύσιμος

Revision as of 17:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

English (LSJ)

ον, fit for sacrifice, Plu.2.729d.

German (Pape)

[Seite 1240] ον, zum Opfern u. Weissagen aus den Eingeweiden geeignet, ἰχθύων θύσιμος ούδεὶς οὐδὲ ἱερεύσιμός ἐστιν Plut. Symp. 8, 8, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre au sacrifice.
Étymologie: ἱερεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἱερεύσιμος: годный в качестве жертвы, подходящий для заклания в жертву: ἰχθύων οὐδείς ἱ. ἐστιν Plut. ни одна из рыб не годится для жертвоприношения.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερεύσιμος: -ον, κατάλληλοςἁρμόδιος εἰς θυσίαν, Πλούτ. 2. 729C.

Greek Monolingual

ἱερεύσιμος, -ον (Α) ιέρευσις
ο κατάλληλος για θυσία («ἰχθύων θύσιμος οὐδεὶς οὐδὲ ἱερεύσιμός ἐστιν», Πλούτ.).