Μενδήσιος
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Mendès, mendésien.
Étymologie: Μένδης.
Greek Monolingual
Μενδήσιος, -ία, -ον (Α) Μένδης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη της Αιγύπτου Μένδητα ή αυτός που προέρχεται από την πόλη Μένδητα («Μενδήσιον μύρον», Αθήν.)
2. (το αρσ. και θηλ.) αυτός που κατάγεται από την πόλη Μένδητα, ο κάτοικος του Μένδητος.
Russian (Dvoretsky)
Μενδήσιος: мендетский (мендесский) (νομός Her.): Μενδήσιον στόμα Her. или κέρας Thuc. устье Мендесского рукава (Нильской дельты).