νομικῶς
From LSJ
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
French (Bailly abrégé)
adv.
légalement.
Étymologie: νομικός.
Russian (Dvoretsky)
νομικῶς: законным образом, на законном основании, по закону Arst. etc.