περιβοήτως
From LSJ
οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière notoire.
Étymologie: περιβόητος.
Russian (Dvoretsky)
περιβοήτως: с широкой оглаской Aeschin., Dem.
οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
adv.
d'une manière notoire.
Étymologie: περιβόητος.
περιβοήτως: с широкой оглаской Aeschin., Dem.