ἀγκυλοχήλης

Revision as of 11:10, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ου, ὁ, (χηλή) with crooked claws, v.l. in Batr.294, Ar.Eq.197, cf. Sch. (χείλης codd.).

Spanish (DGE)

(ἀγκῠλοχήλης) -ου
de garras corvas o ganchudas αἰγυπιοί Hes.Sc.405, βυρσαίετος Ar.Eq.197, 204.

German (Pape)

[Seite 15] ὁ, krummscheerig, Krebs, Batr. 296.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
au bec recourbé.
Étymologie: ἀγκύλος, χηλή.

Greek Monotonic

ἀγκῠλοχήλης: -ου, ὁ (χηλή), αυτός που έχει αγκυλωτά νύχια ή οπλές, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκῠλοχήλης:
1 с кривыми когтями (βυρσαίετος Arph.);
2 с кривыми клешнями (καρκίνος Batr.).

Middle Liddell

χηλή
with crooked claws, Batr.