ἀμάχως
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
French (Bailly abrégé)
adv.
sans conteste.
Étymologie: ἄμαχος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμάχως: (ᾰμᾰ)
1 неодолимо, неумолимо (ἀντιλαμβάνεσθαι Luc.);
2 без спора, беспрекословно (ὑπάρχειν τι Sext.).