ἀναλόγως
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
French (Bailly abrégé)
adv.
en rapport avec.
Étymologie: ἀνάλογος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλόγως: ἴδε ἀνάλογος, ἐν τέλει.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλόγως: соразмерно, тж. аналогично Plut., Sext.: ἀ. τινός Luc. в соответствии с чем-л.