ἀνθρωπηΐη
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
s.e. δόρα;
peau d'homme.
Étymologie: ἀνθρωπήϊος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπηΐη: ἡ v. l. = ἀνθρωπέη.