ἀνθρωπέη
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
contr. ἀνθρωπῆ (sc. δορά), ἡ, man's skin, like ἀλωπεκῆ, λεοντῆ, etc., Hdt.5.25 codd., Poll.2.5.
Spanish (DGE)
-ης
• Alolema(s): contr. -πῆ, -ῆς Poll.2.5
piel de hombre Hdt.5.25, Poll.l.c.
German (Pape)
[Seite 234] zsgz. ἀνθρωπῆ,ἡ, sc. δορά, die Menschenhaut, Poll. 2, 5.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπέη: стяж. ἀνθρωπῆ, v. l. ἀνθρωπηΐη ἡ (sc. δορά) человеческая кожа Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπέη: συνῃρ. -πῆ (ἐξυπακ. δορά), ἡ, τὸ ἀνθρώπινον δέρμα, ὡς τὰ ἀλωπεκῆ, λεοντῆ, κτλ., Ἡρόδ. 5. 25 (ἔν τισι χειρογράφ. ἐσφαλμένως ἀνθρωπηΐη) Πολυδ. Β΄, 5.
Greek Monotonic
ἀνθρωπέη: συνηρ. -πῆ (ενν. δορά), ἡ, το ανθρώπινο δέρμα, σε Ηρόδ.