ἐμπράκτως
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
French (Bailly abrégé)
adv.
activement.
Étymologie: ἐν, πράσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπράκτως: деятельно (βιοῦν Plut.).