ἀριστοκρατικῶς
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
French (Bailly abrégé)
adv.
aristocratiquement.
Étymologie: ἀριστοκρατικός.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστοκρᾰτικῶς: аристократически (ἄρχειν Arst.).
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
adv.
aristocratiquement.
Étymologie: ἀριστοκρατικός.
ἀριστοκρᾰτικῶς: аристократически (ἄρχειν Arst.).