διεμφαίνω

Revision as of 11:40, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

show through, ὀφθαλμοὶ… γοργὸν δ. Luc.Alex.3 (dub.l.).

Spanish (DGE)

mostrar, manifestar a las claras ὀφθαλμοὶ πολὺ τὸ γοργὸν καὶ ἔνθεον Luc.Alex.3 (var.).

German (Pape)

[Seite 619] durchblicken lassen, ὀφθαλμοὶ γοργὸν καὶ ἔνθεον διεμφαίνοντες Luc. Alex. 3.

French (Bailly abrégé)

part. prés.
faire briller, jeter une lueur.
Étymologie: διά, ἐμφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

διεμφαίνω: просвечивать: ὀφθαλμοὶ τὸ γοργὸν διεμφαίνοντες Luc. глаза, мечущие огонь.

Greek (Liddell-Scott)

διεμφαίνω: δεικνύω διὰ μέσου, ὀφθαλμοὶ... γοργὸν διεμφ. Λουκ. Ἀλεξ. 3, Μιχ. Μον. βίῳ Θ. Στουδ. σ. 152. 188 (Migne).

Greek Monolingual

διεμφαίνω (AM)
φανερώνω ανάμεσα από κάτι.

Greek Monotonic

διεμφαίνω: μέλ. -φᾰνῶ, φανερώνω, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. -φᾰνῶ
to show through, Luc.