ἐμφαίνω
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
A exhibit, display in, οἷον ἐν κατόπτρῳ Χρῴματα Pl.Ti.71b:—Pass., τὸ ἐμφαινόμενον μέλαν (in the moon) Stoic.2.199.
2 exhibit, display, φαντασίαν μήκους Arist.Mu.395b6; τὴν ἰδέαν τοῦ σώματος Plu.Alex.4; εὐοδμίαν Thphr. CP 6.5.2, cf. 6.3.4 (Pass.); αἱρέσεις καὶ διαλήψεις Plb.3.31.8; δυσχερασμόν Phld.Lib.p.80.; οὐδὲν τοιοῦτον ἐμφαίνει presents no such appearance, Luc.DDeor.26.1; ἡ φροντὶς ἐ. τινὰ ψυχρότητα ἤθους Demetr.Eloc.171.
3 indicate, ψυχρίαν Chrysipp.Stoic.3.50; εὔνοιαν Plb.22.7.9; ἐ. ὅτι.. D.S.1.87, Plu.2.112f, al.; περί τινος ὡς περὶ ἰδίας Plb.3.23.5.
4 lay information, IG9(1).267 (Opus).
II Med. or Pass., with fut. ἐμφανήσομαι Phld.Lib.p.23 O.:
1 to be seen in a mirror, be reflected, ἐν ὕδασι ἢ ἐν κατόπτροις Pl.R. 402b, al., cf. Arist.Mete.345b26, APo.98a27 (where ἠχεῖ and ἐμφαίνεται are quasi-impersonal), Thphr. Sens.27; ἐν Χαλκείῳ X.Smp.7.4; τῷ εἴδει Plu.Alc.4.
2 become visible, to be manifested, X.Cyr.1.4.3; τὰ ἤθη τὰ ἐπὶ τοῦ προσώπου ἐμφαινόμενα Arist. Phgn.806a30, cf. LXX Ps.79(80).2, etc.; ἐν ἅπασιν ἐμφαίνεται τὸ ἄρχον καὶ τὸ ἀρχόμενον Arist.Pol.1254a30; ἐμφαίνεται impers., it is manifest, Plu.2.953e:—also in Act., ἐμφαίνει οὕτως Ceb.21.
3 to be exemplified or be implied in... ἐν τῇ κατηγορίᾳ τῇ τοιαύτῃ Arist.Metaph.1028a28; ἐνυπάρχειν καὶ ἐ. Id.de An.413a15, EN1096b22.
4 to be indicated, τῆς ἡδονῆς ἐμφαινομένης τέλους Chrysipp.Stoic.3.8, cf. Gal.10.126.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): arcad. ἰμφ- IPArk.3.24 (Tegea IV a.C.), 9.22 (Mantinea IV a.C.)
• Grafía: inscr. graf. ἐνφ-
I tr.
1 hacer visible, mostrar a la vista μελέων ἐρατὸν δέμας ἐμφαίνειν Emp.B 62.7, ἵνα ... οἷον ἐν κατόπτρῳ ... χολώδη χρώματα ἐμφαίνοι Pl.Ti.71b, cf. Olymp.in Mete.209.31, 224.7
•crist. revelar ἑαυτὸν ἐμφαίνει el Hijo a través del Padre en la Trinidad, Ath.Al.Gent.47, cf. Inc.16.
2 mostrar, evidenciar, dejar totalmente claro c. ac. abstr. λόγον Emp.B 131.4, φαντασίαν μήκους ἐμφαίνειν dar la impresión de longitud Arist.Mu.395b6, ἡμῖν δ' οὐδεμίαν εὐωδίαν ἐμφαίνει Thphr.CP 6.5.2, ὅταν ... τὸν ἴδιον ἐμφαίνη<ι> δυσχερασμόν cuando muestre su propia irritación Phld.Lib.fr.14, ψυχρίαν Chrysipp.Stoic.3.50, μεγάλην εὔνοιαν καὶ φιλανθρωπίαν τοῦ βασιλέως ἐμφήναντες Plb.22.7.9, τὴν ἰδέαν τοῦ σώματος Plu.Alex.4, οὐδὲν τοιοῦτον ἐμφαίνει Luc.DDeor.25.1, οὐδέν τι δύσνουν οὐδ' ὕπουλον ἐμφήνας Babr.98.3, ἡ φροντὶς ἐμφαίνει τινὰ ψυχρότητα ἤθους Demetr.Eloc.171, τὸ παιδιῶδες D.H.Pomp.6.11, cf. Din.6.5, en v. pas. τῆς ἡδονῆς ἐμφαινομένης τέλους mientras el placer es mostrado como un fin Chrysipp.Stoic.3.8, cf. Gal.10.126
•ref. al lenguaje, oral o escrito indicar, poner de manifiesto c. or. complet. ὅτι δὲ ἀρχαιοτάτη τῶν πολιτείων ἡ Κρητικὴ ἐμφαίνει καὶ Ὅμηρος λέγων· Heraclid.Lemb.Pol.14, cf. D.S.1.87, ἐμφαίνειν βουληθείς ὅτι ... Plu.2.112f, cf. Corn.ND 16, ὁ δέ γε μῦθος ἐμφαίνει μὴ δεῖν ... Babr.36.13.
3 jur. denunciar al infractor ante alguna instancia, abs. presentar una denuncia ante c. dat. o constr. prep. ἔξεστ[ι] ν ἰμφᾶναι τοῖς θεσμοτοάροις IPArk.9.22 (Mantinea IV a.C.), ἐνφαινέτ[ω δὲ ὁ θέλων ποτ τὰ] ν βουλάν IG 9(1).267.9 (Opunte II a.C.), cf. IPArk.3.24 (Tegea IV a.C.), en v. pas. τὸ[ν δὲ ἰμ] φανθέντα ἐπιδικεύσασθαι IPArk.9.23, cf. 24 (Mantinea IV a.C.).
II intr., gener. en v. med.
1 aparecer reflejado en c. ἐν y dat. o εἰς y ac. (εἰκόνες) εἴ που ἢ ἐν ὕδασι ἢ ἐν κατόπτροις ἐμφαίνοιντο Pl.R.402b, τὸ πρόσωπον ἐμφαίνεται ... ὤσπερ ἐν κατόπτρῳ Pl.Alc.1.133a, Arist.Mete.345b26, ἐν αὑτῷ (χαλκείῳ) δὲ ἄλλα ἐμφαινόμενα παρέχεται X.Smp.7.4, οὐκ ἐμφαίνεσθαι δὲ εἰς τὸ ὁμόχρων, ἀλλ' εἰς τὸ διάφορον (la imagen en la pupila) no se refleja en un color igual sino en uno desigual Thphr.Sens.27, 37 (= Anaxag.A 92), Gem.Opt.26.8, τὸ ἐμφαινόμενον εἶδος ἐν τῇ κόρῃ la imagen que se forma en la pupila Alex.Aphr.in Sens.24.16, fig. de la virtud ἐμφαινομένη τῷ εἴδει Plu.Alc.4
•impers. producirse un reflejo διὰ τί ἐμφαίνεται por qué surge el reflejo Arist.APo.98a27, cf. Plu.2.920f.
2 hacerse visible, revelarse, manifestarse ὅμως ἐμφαίνεται τὸ νεαρὸν αὐτοῖς X.Cyr.1.4.3, τὰ ἤθη τὰ ἐπὶ τοῦ προσώπου ἐμφαινόμενα Arist.Phgn.806a30, τὸ ἐμφαινόμενον αὐτῇ μέλαν lo negro que se ve en ella de la luna, Chrysipp.Stoic.2.199, ἐμφάνηθι manifiéstate LXX Ps.79.2, ἐν ἅπασιν ἐμφαίνεται τὸ ἄρχον καὶ τὸ ἀρχόμενον Arist.Pol.1254a30
•c. pred. ἄξιος ... ἐνεφάνης ἡμῖν Epicur.Fr.[81] 6
•hacerse patente, manifiesto ὅπερ ἐμφαίνεται ἐν τῇ κατηγορίᾳ τῇ τοιαύτῃ Arist.Metaph.1028a28, δεῖ ... τὴν αἰτίαν ἐνυπάρχειν καὶ ἐμφαίνεσθαι es preciso que la causa esté en ella (en la definición) y sea patente Arist.de An.413a15, cf. EN 1096b22, raro en v. act., c. part. pred. περὶ μὲν Σαρδόνος ... ἐμφαίνουσιν ὡς περὶ ἰδίας ποιούμενοι τὸν λόγον (los cartagineses) es manifiesto que hablan de Cerdeña como de un bien propio Plb.3.23.5.
German (Pape)
[Seite 818] (s. φαίνω), darin sehen lassen, zeigen; οἷον ἐν κατόπτρῳ χρώματα Plat. Tim. 71 b; φαντασίαν μήκους Arist. mund. 4; τὴν ἰδέαν τοῦ σώματος Plut. Alex. 4; τὴν εὔνοιαν, προθυμίαν u. ä., Pol. 3, 44, 3. 23, 7, 9; τὴν εὐσέβειαν Plut. Num. 12; dabei, dadurch andeuten, mit folgdm ὅτι, D. Sic. 1, 87; plut. consol. ad Apoll. p. 345. Bei Maneth. 1, 303 u. öfter von den Sternen, = bedeuten. – Häufiger im med., darin erscheinen, sich zeigen; εἰκόνες ἐν ὕδασιν ἢ ἐν κατόπτροις Plat. Rep. III, 402 b; Arist. meteorl. 1, 8; übertr., ἐμφαίνεταί τι αὐτοῖς νεαρόν Xen. Cyr. 1, 4, 3; τὸ ἦθος τῷ λόγῳ μᾶλλον ἢ τῷ προσώπῳ ἐμφ. Plut. Cat. mai. 7, vgl. Alcib. 7; τὰ ἐμφαινόμενα, Bilder im Spiegel oder im Wasser, Plut.; ἐμφαίνεται ταῦτα παγῆναι de pr. frig. 19; mit partic., Palaeph. 34, 4. – Bei Cebes wird ἐμφαίνει impers. gebraucht, = es leuchtet ein.
French (Bailly abrégé)
f. ἐμφανῶ;
1 faire voir dans, faire paraître dans ; Pass. être réfléchi ou se réfléchir dans;
2 rendre visible, montrer, représenter : τὴν ἰδέαν τοῦ σώματος PLUT la forme du corps ; Pass. devenir visible : ἐμφαίνεται PLUT il est manifeste ; fig. annoncer, déclarer.
Étymologie: ἐν, φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφαίνω: (fut. ἐμφᾰνῶ)
1 показывать, представлять (τι Plat., Arst., Plut.); pass. показываться, отражаться (ἐν ὕδασιν ἢ ἐν κατόπτροις Plat.): τὰ ἐμφαινόμενα Plut. отражения;
2 выказывать, проявлять (τὰς ἑκάστων αἱρέσεις καὶ διαλήψεις Polyb.); pass. проявляться, обнаруживаться (τὸ ἦθος τῷ προσώπῳ ἐμφαίνεται Plut.): ἐμφαίνεται Plut. представляется очевидным, ясно;
3 выражать, заявлять (τὴν περί τι δόξαν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφαίνω: μέλλ. ἐμφανῶ, δεικνύω ἢ κάμνω νὰ φανῇ μέσα, οἷον ἐν κατόπτρῳ... χρώματα ἐμφαίνοι Πλάτ. Τίμ. 71Β. 2) δεικνύω, φαντασίαν μήκους ἐμφαίνοντος διὰ τὸ τάχος Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 23˙ τὴν ἰδέαν τοῦ σώματος Πλουτ. Ἀλ. 4˙ ἡμῖν δ’ οὐδεμίαν εὐωδίαν ἐμφαίνει Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 5, 2, πρβλ. 6. 6, 6˙ αἵρεσιν Πολύβ. 3. 31, 8˙ οὐδὲν τοιοῦτον ἐμφαίνουσι Λουκ. Θ. Διάλ. 26. 1. 3) διαδηλῶ, διακηρύττω τι, καὶ μεγάλην εὔνοιαν καὶ φιλανθρωπίαν τοῦ βασιλέως ἐμφήναντες Πολύβ. 23. 7, 9˙ ἐμφ. ὅτι... Διόδ. 1. 87, Πλούτ.˙ ὡς.., Πολύβ. 3. 23, 5. ΙΙ. παθ. μετὰ μέσ. μέλλ., φαίνομαι ἔν τινι, ἀντανακλῶμαι, ἐν ὕδασι ἢ ἐν κατόπτρῳ Πλάτ. Πολ. 402Β, κτλ., πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 11, Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 15, 1 (ἔνθα τὸ ἠχεῖ καὶ τὸ ἐμφαίνεται εἶναί πως ἀπρόσωπα)˙ ἐν χαλκείῳ Ξεν. Συμπ. 7, 4˙ τῷ εἴδει Πλουτ. Ἀλ. 4. 2) φαίνομαι ἐν, διακρίνομαι, ὅμως ἐμφαίνεται τὸ νεαρὸν αὐτοῖς, διακρίνεται ὅμως τὸ ἐν αὐτοῖς νεαρόν, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 2, κτλ.: - ἐμφαίνεται, ἀπρόσ., εἶναι κατάδηλον, φανερόν, Πλούτ. 2. 953Ε˙ οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., ἐμφαίνει οὕτως Κέβης 21˙ «ἐμφαίνει˙ σημαίνει» Σουΐδ. 3) φαίνομαι ὡς ὑπάρχων ἔν τινι, ἐν τῇ κατηγορίᾳ τῇ τοιαύτῃ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 4˙ ἐνυπάρχειν καὶ ἐμφ. ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 2. 1, Ἠθ. Ν. 1. 4, 11.
Greek Monolingual
(AM ἐμφαίνω)
1. δείχνω, φανερώνω («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου»)
2. απρόσ. εμφαίνεται
φαίνεται, είναι φανερό
μσν.
1. (για φως) εκπέμπω
2. σχηματίζω
3. (αμτβ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι
4. φαίνομαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω
αρχ.-μσν.
1. μέσ. εμφανίζομαι μέσα σε κάτι, παρουσιάζομαι, αντανακλώμαι («εἴ που ἤ ἐν ὕδασιν ἤ ἐν κατόπτροις ἐμφαίνοιντο», Πλάτ.)
2. παρουσιάζω, αποκαλύπτω, εμφανίζω («ὁ γὰρ ἐκδιηγούμενος ἰδίας ἀριστείας κενόδοξος λογίζεται ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων, ἐγώ δὲ οὐ καυχώμενος ταῦτα ὑμᾱς ἐμφαίνω», Διγ.)
αρχ.
1. κάνω κάτι αισθητό
2. δηλώνω σαφώς, διακηρύσσω
3. περιλαμβάνομαι ενδεικτικά
4. απρόσ. ἐμφαίνει
είναι φανερό.
Greek Monotonic
ἐμφαίνω: μέλ. -φᾰνῶ (ἐν)·
I. αφήνω κάτι να φανεί μέσα σε καθρέφτη, σε Πλάτ.· επιδεικνύω, παρουσιάζω, εμφανίζω, φανερώνω, εκθέτω, σε Πλούτ. κ.λπ.
II. 1. Παθ., με Μέσ. μέλ., φαίνομαι, εικονίζομαι μέσα σε καθρέφτη, αντανακλώμαι, αντικατοπτρίζομαι, σε Πλάτ., Ξεν.
2. γίνομαι φανερός, ορατός, διακρίνομαι, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -φᾰνῶ [ἐν]
I. to let a thing be seen in a mirror, Plat.:— to exhibit, display, Plut., etc.
II. Pass., with fut. mid. to be seen in a mirror, to be reflected, Plat., Xen.
2. to become visible, Xen.