ης (ἡ) :ion.prétexte.Étymologie: ἐπισχεῖν, v. ἐπέχω.
(ἐπέχω): μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην, give a direction to one's statements, Od. 21.71†.
ἐπισχεσίη: ἡ предлог, обоснование, повод (ἄλλην ποιήσασθαι ἐπισχεσίην τινός Hom.).