ornar
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Spanish > Greek
διακοσμέω, ἀγαθύνω, ἀναποικίλλω, ἀνθηρογραφέω, δαιδάλλω, ἐγκαλλωπίζω, ἐκκαλλύνω, ἐναγλαΐζω, ἐξωραΐζω, ἐπικαλλύνω, καθωραΐζω, καλλύνω, καλλωπίζω, καταφαιδρύνω, κομμόω, κομμῶ, κοσμέω, φιλοκαλέω, ὡραΐζω