λαθιφροσύνη
English (LSJ)
ἡ, forgetfulness, A.R.4.356 (pl.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
λᾰθιφροσύνη: ἡ, ἐπιλησμοσύνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ΄, 356, ἐν τῷ πληθ.
Greek Monolingual
λαθιφροσύνη, ἡ (Α) λαθίφρων
απερισκεψία.
ἡ, forgetfulness, A.R.4.356 (pl.).
λᾰθιφροσύνη: ἡ, ἐπιλησμοσύνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ΄, 356, ἐν τῷ πληθ.
λαθιφροσύνη, ἡ (Α) λαθίφρων
απερισκεψία.