armoede
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
Dutch > Greek
ἀκληρία, ἀκτημοσύνη, ἀπορία, ἀπορίη, ἀσθένεια, ἀσθένεια βίου, ἀχρημοσύνη, ἔνδεια, λυπρότης, μετριοσύνη, πενία, πενίη, πενιχρότης, πτωχεία, πτωχηΐη, πτωχότης, φαυλότης, χέρνα, χέρνη, χρεία, χρείη, χρησμοσύνη