ἀκληρία
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English (LSJ)
ἡ, misfortune, S.Fr.989, Antiph. 14, Plb.22.8.9, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 falta de patrimonio, pobreza, PSI 392.12, PCair.Zen.638.10 (ambos III a.C.)
•miseria Plb.22.8.9.
2 desgracia, mala suerte S.Fr.989, Antiph.15, Plb.38.1.6
•debilidad, ref. los achaques de la vejez decaimiento, incluso enfermedad καταφρονοῦσά μου τοῦ γηρώς καὶ τῆς ὑπαρχούσης μοι ἀκληρίας PEnteux.26.10 (III a.C.) en BL 8.119.
German (Pape)
ἡ, das Verbanntsein, Pol. 23.8.9; überhaupt Unglück, Soph. frg. 816 bei B.A. 307 wie Antiphan. ib. 77; DS. 17.69.
Russian (Dvoretsky)
ἀκληρία: ἡ обездоленность, бедственное положение Soph., Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκληρία: ἡ, ἀτυχία, Σοφ. Ἀποσπ. 816., Ἀντιφάν. ἐν «Ἀδώνιδι» 1, Πολύβ., κτλ.
Greek Monolingual
η (Α ἀκληρία) και ακληριά ἄκληρος
νεοελλ.
1. η ατεκνία
2. η φτώχεια, η δυστυχία
μσν.
αποστέρηση εδαφών που ανήκουν σε κάποιον με κληρονομικό δικαίωμα
αρχ.
η ατυχία.